Τα αδέρφια Matteo και Luca Sega, μαζί με τον πατέρα τους, Angelo, είναι οι προσωποποιήσεις της “ηρωϊκής οινοποίησης” στις απότομες Αλπικές πλαγιές της Valtellina στη βόρεια Λομβαρδία. Η απομόνωση και η μοναδικότητα της περιοχής αποτυπώνεται ακόμα και στο όνομα Barbacan που είναι μια τοπική λέξη για τα κτίσματα που υπήρχαν στους αμπελώνες της Valtellina. 7 εκτάρια από 20 κλώνους Chiavennasca (τοπική ονομασία του Nebbiolo) καθώς και μερικά ακόμα κλήματα τοπικών, υπερσπάνιων ποικιλιών, είναι όλη η καλλιέργεια της οικογένειας. Όλα τους τα κτήματα, με πιο γνωστά μεταξύ αυτών τo Sol και το Pizamej, είναι διαμορφωμένα σε πεζούλες, και τα σταφύλια τρυγώνται με το χέρι λόγω του δυσπρόσιτου εδάφους.
Η βαθιά τους σύνδεση με την ιστορία της περιοχής είναι εμφανής στις ετικέτες τους που είναι αναφορές στις Νεολιθικές τοιχογραφίες της περιοχής, πόσο μάλλον στην οινοποίησή τους που αμπελουργικά περιορίζεται μόνο στο τάισμα του εδάφους με ελάχιστο χαλκό και θείο, ενώ τα κρασιά ζυμώνουν άγρια σε ατσάλινες δεξαμενές και σταθεροποιούνται πριν την εμφιάλωση. Από το ευκολόπιοτο Rosso di Valtellina μέχρι τα αυστηρά Sol και Pizamej, όλα τα κρασιά των Sega είναι ζωηρά και παθιασμένα, πραγματικές αποτυπώσεις της Λομβαρδίας, από την κομψότητα και την ελκυστικότητα του Μιλάνο και του Κόμο, μέχρι την άγρια γοητεία της κοιλάδας Ventina.